tendance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tendance tendances

tendance (fr) θηλυκό

  1. τάση, ροπή

Επίθετο[επεξεργασία]

tendance (fr) άκλιτο

  1. (μεταφορικά) « της μόδας »

Εκφράσεις[επεξεργασία]