tension

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tension (en)

  1. η ένταση
    Check out Spike and the principal... there's something going on there. Sexual tension you could cut with a knife. (Buffy the Vampire Slayer, επεισόδιο Storyteller, 2003)
  2. η τάση
    high tension power lines
  3. το τέντωμα

tension (en)

  • τεντώνω κάτι τραβώντας το, πχ ένα σκοινί, ένα καλώδιο κλπ



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tension tensions

tension (fr) θηλυκό

  1. ένταση
     συνώνυμα: intensité
  2. τέντωμα
  3. τάση
  4. πίεση
     συνώνυμα: pression

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]