terrain

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
terrain terrains

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

terrain (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το έδαφος, χρησιμοποιείται να αναφέρεται σε μια περιοχή γης όταν αναφέρει τα φυσικά της χαρακτηριστικά, για παράδειγμα, αν είναι τραχιά, επίπεδη κτλ.
    mountainous terrain - ορεινό έδαφος



      ενικός         πληθυντικός  
terrain terrains

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

terrain (fr) αρσενικό

  1. το γήπεδο