third

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

third (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

third (en)

  1. η τρίτη ταχύτητα στο αυτοκίνητο
  2. (μουσική) η τρίτη
  3. το τρίτο