tiré à quatre épingles
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]↓ γένος | ενικός | πληθυντικός |
αρσενικό | tiré à quatre épingle | tirés à quatre épingle |
θηλυκό | tirée à quatre épingle | tirées à quatre épingle |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις tiré, tirer, à, quatre και épingle. Κυριολεκτικά: τεντωμένος με τέσσερις καρφίτσες, μεταφορικά: άψογα στερεωμένος, όπως για ύφασμα καλά τεντωμένο και ατσαλάκωτο
Προφορά
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]tiré à quatre épingles (fr)