tohum

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tohum (tr)

  1. σπόρος (φυτού)
  2. γονιμοποιημένο ωάριο