torpillage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
torpillage | torpillages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
torpillage (fr) αρσενικό
- τo τορπιλισμός
ενικός | πληθυντικός |
torpillage | torpillages |
torpillage (fr) αρσενικό