totipotent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

totipotent (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

totipotent (en)

  • (βιολογία) κύτταρο που δίνεται να παράγει οποιοδήποτε ιστό, ακόμη και πλακουντικό