truteń

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈtrutɛ̃ɲ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

truteń (pl) αρσενικό

  1. κηφήνας με τις έννοιες:
    • αρσενική μέλισσα
    • άτομο που ζει σε βάρος άλλων

Συγγενικά

[επεξεργασία]