tuŝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
tuŝi < (άμεσο δάνειο) γαλλική toucher
ρήμα tuŝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας tuŝas tuŝanta tuŝata
αόριστος tuŝis tuŝinta tuŝita
μέλλοντας tuŝos tuŝonta tuŝota
υποθετική tuŝus - -
προστακτική tuŝu - -

tuŝi (eo)