turn back

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας turn back
γ΄ ενικό ενεστώτα turns back
αόριστος turned back
παθητική μετοχή turned back
ενεργητική μετοχή turning back

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
turn back < → δείτε τις λέξεις turn και back

turn back (en)

  • γυρίζω πίσω, επιστρέφω από εκεί που ήρθα ή κάνω κάποιον ή κάτι να το κάνει αυτό
    They turned us back at the border.
    Μας γύρισαν πίσω στα σύνορα.