twarz

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tfaʃ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

twarz (pl) θηλυκό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • twarzą w twarz: πρόσωπο με πρόσωπο