tydzień

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική tydzień tygodnie
γενική tygodnia tygodni
δοτική tygodniowi tygodniom
αιτιατική tydzień tygodnie
οργανική tygodniem tygodniami
τοπική tygodniu tygodniach
κλητική tygodniu tygodnie

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

tydzień < πρωτοσλαβική *tědьnъ

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tydzień (pl) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]