unpainted

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
unpainted < un- + painted

Επίθετο

[επεξεργασία]

unpainted (en) (χωρίς παραθετικά)

  • άβαφος
    The room was unpainted when I moved in there.
    Το δωμάτιο ήταν άβαφο όταν εγκαταστάθηκα εκεί.