unpainted
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]unpainted (en) (χωρίς παραθετικά)
- άβαφος
- ↪ The room was unpainted when I moved in there.
- Το δωμάτιο ήταν άβαφο όταν εγκαταστάθηκα εκεί.
- ↪ The room was unpainted when I moved in there.