urna

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈurna/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

urna (pl) θηλυκό

  1. η κάλπη ως
    • κουτί με μια χαραμάδα στο πάνω μέρος του, μέσα στο οποίο ρίχνονται ψηφοδέλτια
    • (αρχαιολογία) αγγείο το οποίο χρησιμοποιούνταν ως τεφροδόχος
  2. η τεφροδόχος

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • pójść do urn: πηγαίνω σε εκλογές