vagina

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vagina (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vagina (id)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vagina (es)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vagina (it) θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vagina (ca)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vagina (hr) θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vagina (la) θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vagina (nn)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vagina (no)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vagina (nl)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vagina (pt)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vagina (sr)