vandale

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
vandale < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vandale vandales

vandale (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο Βάνδαλος
  2. (μεταφορικά) καταστροφέας