vaurien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
vaurien | vauriens |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vaurien (fr) αρσενικό
- ο αλήτης, ο αχαΐρευτος, ο κακοποιός, το ρεμάλι
ενικός | πληθυντικός |
vaurien | vauriens |
vaurien (fr) αρσενικό