vein
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vein (en)
αντιπαραβολικά
[επεξεργασία]- artery (αρτηρία)
Εσθονικά (et)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vein (et)
vein (en)
vein (et)