vidage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
vidage < vuidage < vider

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vidage vidages

vidage (fr) αρσενικό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]