vieillissement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
vieillissement vieillissements

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

vieillissement (fr) αρσενικό