violoncello

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
violoncello violoncellos / violoncelli

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

violoncello (en)



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

violoncello < violone + -cello
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: βιολοντσέλο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

violoncello (it) πληθυντικός αριθμός του violoncelli

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]