volante

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vɔ.lɑ̃t/
 
ομόηχο: volantes

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

volante (fr)

Κλιτικός τύπος μετοχής

[επεξεργασία]

volante (fr)

Παράγωγα

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
volante volanti

Επίθετο

[επεξεργασία]

volante (it)

Μετοχή

[επεξεργασία]

volante (it)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

volante (it) αρσενικό