vow

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vow (en)

  1. όρκος, πχ ο όρκος των μοναχών
    the vow of poverty - ο όρκος της πενίας
  2. διακήρυξη ή διαβεβαίωση

vow (en)

  1. δίνω όρκο
  2. διακηρύσσω ή διαβεβαιώνω, δεσμεύομαι ότι θα κάνω κάτι
    the President vows to stabilize the economy