voyeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
voyeur | voyeurs |
voyeur (en)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- voyeur < ρήμα voir (βλέπω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
voyeur | voyeurs |
voyeur (fr) αρσενικό
- ο ηδονοβλεψίας, ο μπανιστηρτζής, ο ματάκιας