vulve

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
vulve vulves

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vulve (fr) θηλυκό



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vulva vulve

vulve (it)