wade in

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας wade in
γ΄ ενικό ενεστώτα wades in
αόριστος waded in
παθητική μετοχή waded in
ενεργητική μετοχή wading in

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
→ δείτε τις λέξεις wade και in

wade in (en)