wade in
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | wade in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wades in |
αόριστος | waded in |
παθητική μετοχή | waded in |
ενεργητική μετοχή | wading in |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]wade in (en)