well-done
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | well-done |
συγκριτικός | more well-done |
υπερθετικός | most well-done |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
well-done (en)
- καλοψημένος, ψημένος, για τροφή, ειδικά κρέας που έχει μαγειρευτεί πλήρως ή για μεγάλο χρονικό διάστημα