wildcard

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
wildcard < wild + card

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wildcard (en)

  1. (στην τράπουλα) μπαλαντέρ
    άλλη γραφή: wild card
  2. (πληροφορική) εν συντομία ο wildcard character
    δείτε επίσης: wildcard character στην αγγλική Βικιπαίδεια

Επίθετο

[επεξεργασία]

wildcard (en)

  1. (για πρόσωπο) ο απρόβλεπτος
  2. (για πρόσωπο) αυτός που νοιάζεται για όλα, αυτός που κάνει τα πάντα, ο άσος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • wildcard στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια