wiosna

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈvʲjɔsna/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wiosna (pl) θηλυκό

  1. η άνοιξη:

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]