województwo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική województwo województwa
γενική województwa województw
δοτική województwu województwom
αιτιατική województwo województwa
οργανική województwem województwami
τοπική województwu województwach
κλητική województwo województwa

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

województwo < σλαβική војводина, војводство

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˌvɔjɛˈvut͡s̑tfɔ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

województwo (pl) ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]