worm into
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | worm into |
γ΄ ενικό ενεστώτα | worms into |
αόριστος | wormed into |
παθητική μετοχή | wormed into |
ενεργητική μετοχή | worming into |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]worm into (en)
- (+oneself ή one's way, κακόσημο) σιγά-σιγά κατακτώ, κερδίζω την εμπιστοσύνη κάποιου, για να αποκτήσω κάποιο πλεονέκτημα