worshipper

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
worshipper < worship + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

worshipper (en)