yaşlı

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
yaşlı < yaş (ηλικία) + -lı

Επίθετο

[επεξεργασία]

yaşlı (tr)