zeugma
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]zeugma (en)
- το ζεύγμα (σχήμα λόγου)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- zeugma < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
zeugma | zeugmas |
- το ζεύγμα (σχήμα λόγου)