zeugma

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

zeugma (en)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
zeugma < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
zeugma zeugmas

zeugma (fr), zeugme αρσενικό