zoo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

zoo (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
zoo zoos

zoo (fr) αρσενικό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
zoo < περικοπή του giardino zoologico. Δείτε αρχαία ελληνική ζῷον

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈd͡zɔ.o/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

zoo (it)

Συγγενικά

[επεξεργασία]