à fond

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
à fond < fond

Επίρρημα

[επεξεργασία]

à fond (fr)

  1. τελείως, εντελώς
  2. πολύ γρήγορα
  3. πάρα πολύ, όσο το δυνατό περισσότερο

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]