écho

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
écho échos

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. écho < λατινική echo < αρχαία ελληνική ἠχώ, ο αντίλαλος
  2. écho < échographie

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

écho (fr) αρσενικό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

écho (fr) θηλυκό

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]