échographie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
échographie < écho + -graphie

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.kɔ.ɡʁa.fi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
échographie échographies

échographie (fr) θηλυκό