énergie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

énergie < λατινικά energia < αρχαία ελληνική ἐνέργεια

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.nɛʁ.ʒi/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
énergie énergies

énergie (fr) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]