énergique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.nɛʁ.ʒik/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
énergique énergiques

énergique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]