épave

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
épave épaves

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

épave (fr) θηλυκό

  1. το ναυαγισμένο πλοίο, το ρημάδι, το χάρβαλο
  2. (μεταφορικά) το σαράβαλο, ερειπωμένη συσκευή· (ειδικότερα) αυτοκίνητο σε πολύ κακή κατάσταση, εγκαταλελειμένο