üşümek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

üşümek (tr)

  1. κρυώνω (αισθάνομαι έντονα το εξωτερικό ψύχος)
    üşüdüm: κρυώνω, κρύωσα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]