Ελαφίδες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ελαφίδης οι Ελαφίδες
      γενική του Ελαφίδη των Ελαφιδών
    αιτιατική τον Ελαφίδη τους Ελαφίδες
     κλητική Ελαφίδη Ελαφίδες
Ως όρος της τάξης, στον πληθυντικό.
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ελαφίδες < (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική Cervidae, (καθαρεύουσα) Ἐλαφίδαι < αρχαία ελληνική ἔλαφ(ος) + -ίδης στον πληθυντικό

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ελαφίδες αρσενικό στον πληθυντικό

Ελάφι της Βιργινίας

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]