Λιέπουρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Λιέπουρης <αρβανίτικη lepur (λαγός)• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈʎe.pu.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λιέ‐που‐ρης
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Λιέπουρης αρσενικό (θηλυκό Λιέπουρη)
Μεταγραφές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Μπότσαρης' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - επώνυμα από τα αρβανίτικα (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας επωνύμων (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)