Παναγιότατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Παναγιότατος < μεσαιωνική ελληνική Παναγιότατος, ουσιαστικοποιημένος υπερθετικός βαθμός του πανάγιος (παν- + άγιος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Παναγιότατος αρσενικό, μόνο στον ενικό, (καθαρεύουσα): Παναγιώτατος
- (χριστιανισμός) προσφώνηση του Οικουμενικού Πατριάρχη και κατ΄ εξαίρεση του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης εντός των ορίων της Μητρόπολης
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- στο οικουμενικό πατριαρχείο και τα πατριαρχεία καθώς και στις μοναστικές πολιτείες και ιερές μονές ακολουθείται η καθαρεύουσα, καθώς επίσης και στη φήμη του Οικουμενικού πατριάρχη όπου και γράφεται Παναγιώτατος.
Παράγωγα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Παναγιότατος
|
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παν- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Προσφωνήσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)