Παναγιώτατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Παναγιώτατος < υπερθετικός βαθμός του πανάγιος (καθαρεύουσα)

Επίθετο

[επεξεργασία]

Παναγιώτατος αρσενικό στον ενικό

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]