Σιών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Σιών < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Σιών < εβραϊκή ציון (tsiyón, Ιερουσαλήμ)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /siˈon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σι‐ών

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Σιών θηλυκό άκλιτο

  1. λόφος στην Ιερουσαλήμ
  2. (συνεκδοχικά) η Ιερουσαλήμ
  3. (κατ’ επέκταση) το κράτος ή ο λαός του Ισραήλ καθώς και συμβολισμός της ιουδαϊκής εθνικής ιδέας

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Σιών < (λόγιο δάνειο) εβραϊκή ציון (tsiyón, Ιερουσαλήμ)

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Σιών θηλυκό άκλιτο