έντρομα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈen.dɾo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐ντρο‐μα
- παλιότερος συλλαβισμός : έν‐τρο‐μα
Επίρρημα
[επεξεργασία]έντρομα, -ή, -ο