έξω απ' τα δόντια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]έξω απʼ τα δόντια
- δίχως απόπειρα ωραιοποίησης, δίχως υπεκφυγές
- ↪είναι η αρθρογράφος της στήλης «Έξω απʼ τα δόντια »
- ↪σε αυτές τις περιπτώσεις οφείλουμε να μιλάμε έξω από τα δόντια
- ↪τον βρήκα και του τα ʼπα έξω απʼ τα δόντια
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]- απερίφραστα / απεριφράστως / χωρίς περιστροφές
- χύμα / χύμα και τσουβαλάτα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] έξω απ' τα δόντια